- λαχανοκοπικός
- λᾰχᾰνο-κοπικός, ή, όν,A for pounding vegetables,
λίθοι POxy.1913.65
(vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίθοι POxy.1913.65
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανοκοπικός — λαχανοκοπικός, ή, όν (Μ) κατάλληλος για κόψιμο λαχάνων («λαχανοκοπικοι λίθοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαχανοκόπος < λάχανον + κόπος*] … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek